πισάριον

πισάριον
(I)
τὸ, Α [πῑσος]
υποκορ. τού πῑσος*.
————————
(II)
τὸ, Α
αγγείο κατάλληλο για τη μέτρηση ξηρών προϊόντων, πιθάριον*.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. άλλος τ. τού πιθάριον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”